Παρασκευή 29 Απριλίου 2011

Η πρωτομαγιά στην ποίηση (Ρίτσος, Σεφέρης, Βάρναλης)

Θεσσαλονίκη. Μάης τοῦ 1936. Μιὰ μάνα, καταμεσὶς τοῦ δρόμου, μοιρολογάει τὸ σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της καὶ πάνω της, βουΐζουν καὶ σπάζουν τὰ κύματα τῶν διαδηλωτῶν – τῶν ἀπεργῶν καπνεργατῶν. Ἐκείνη συνεχίζει τὸ θρῆνο της...











Η πρωτομαγιά στην ποίηση (Ρίτσος, Σεφέρης, Βάρναλης)
24grammata.com/ Λογοτεχνία

Γιάννης Ρίτσος – Ἐπιτάφιος (ἀποσπάσματα)

(Θεσσαλονίκη. Μάης τοῦ 1936. Μιὰ μάνα, καταμεσὶς τοῦ δρόμου,

μοιρολογάει τὸ σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της καὶ πάνω της,

βουΐζουν καὶ σπάζουν τὰ κύματα τῶν διαδηλωτῶν – τῶν ἀπερ-

γῶν καπνεργατῶν. Ἐκείνη συνεχίζει τὸ θρῆνο της):



I



Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου,

πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου,



πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω

καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;



Γιόκα μου, ἐσὺ ποὺ γιάτρευες κάθε παράπονό μου,

Ποὺ μάντευες τί πέρναγα κάτου ἀπ᾿ τὸ τσίνορό μου,



τώρα δὲ μὲ παρηγορᾶς καὶ δὲ μοῦ βγάζεις ἄχνα

καὶ δὲ μαντεύεις τὶς πληγὲς ποὺ τρῶνε μου τὰ σπλάχνα;



Πουλί μου, ἐσὺ ποὺ μοῦ ῾φερνες νεράκι στὴν παλάμη

πῶς δὲ θωρεῖς ποὺ δέρνουμαι καὶ τρέμω σὰν καλάμι;



Στὴ στράτα ἐδῶ καταμεσὶς τ᾿ ἄσπρα μαλλιά μου λύνω

καὶ σοῦ σκεπάζω τῆς μορφῆς τὸ μαραμένο κρίνο.



Φιλῶ τὸ παγωμένο σου χειλάκι ποὺ σωπαίνει

κι εἶναι σὰ νὰ μοῦ θύμωσε καὶ σφαλιγμένο μένει.



Δὲ μοῦ μιλεῖς κι ἡ δόλια ἐγὼ τὸν κόρφο δές, ἀνοίγω

καὶ στὰ βυζιὰ ποὺ βύζαξες τὰ νύχια, γιέ μου μπήγω.



II



Κορώνα μου, ἀντιστύλι μου, χαρὰ τῶν γερατειῶ μου,

ἥλιε τῆς βαρυχειμωνιᾶς, λιγνοκυπάρισσό μου,



Πῶς μ᾿ ἄφησες νὰ σέρνουμαι καὶ νὰ πονῶ μονάχη

χωρὶς γουλιά, σταλιὰ νερὸ καὶ φῶς κι ἄνθο κι ἀστάχυ ;



Μὲ τὰ ματάκια σου ἔβλεπα τῆς ζωῆς κάθε λουλούδι,

μὲ τὰ χειλάκια σου ἔλεγα τ᾿ αὐγερινὸ τραγούδι.



Μὲ τὰ χεράκια σου τὰ δυό, τὰ χιλιοχαϊδεμένα,

ὅλη τη γῆς ἀγκάλιαζα κι ὅλ᾿ εἴτανε γιὰ μένα.



Νιότη ἀπ᾿ τὴ νιότη σου ἔπαιρνα κι ἀκόμη ἀχνογελοῦσα,

τὰ γερατειὰ δὲν τρόμαζα, τὸ θάνατο ἀψηφοῦσα.



Καὶ τώρα ποὺ θὰ κρατηθῶ, ποὺ θὰ σταθῶ, ποὺ θἄμπω,

ποὺ ἀπόμεινα ξερὸ δεντρὶ σὲ χιονισμένο κάμπο;



Γιέ μου, ἂν δὲ σοὖναι βολετὸ νἀρθεῖς ξανὰ σιμά μου,

πᾶρε μαζί σου ἐμένανε, γλυκειά μου συντροφιά μου.



Κι ἂν εἶν᾿ τὰ πόδια μου λιγνά, μπορῶ νὰ πορπατήσω

κι ἂν κουραστεῖς, στὸν κόρφο μου, γλυκὰ θὰ σὲ κρατήσω.


24γράμματα – Ηλεκτρονικό Περιοδικό: Γλώσσα – Ιστορία – Πολιτισμός » Η πρωτομαγιά στην ποίηση (Ρίτσος, Σεφέρης, Βάρναλης)

ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ: ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ-ΡΙΤΣΟΣ-ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου