Πέμπτη 9 Απριλίου 2015

Το παράπονον του κρεοπώλου


Το παράπονον του κρεοπώλου


Σε ένα από τα ρεπορτάζ ξένου πρακτορείου ειδήσεων για την πτώση στην κατανάλωση στην ελληνική αγορά την περίοδο της Μεγάλης Εβδομάδας, η δήλωση ενός κρεοπώλη είναι ενδεικτική για τον τρόπο που, ορισμένες φορές, αντιλαμβανόμαστε την «πτώση»: ελάχιστοι Ελληνες αγοράζουν πλέον ένα ολόκληρο αρνί και οι περισσότεροι περιορίζονται σε τρία ή τέσσερα κιλά. «Το ολόκληρο αρνί είναι για όσους δηλώνουν εισόδημα 50.000 ευρώ τον χρόνο ή περισσότερο», εκτίμησε ο κρεοπώλης.

Ας εστιάσουμε στην αντίληψη και μόνο. Επί χρόνια –χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα επαναληφθεί και φέτος– το πασχαλινό τραπέζι δεν είχε μόνο την εορταστική όψη της εαρινής ανατάσεως και αναστάσεως, με τα χρώματα να κυριαρχούν και τα εδέσματα να… πλειοδοτούν. Προς το τέλος της μέρας με τα φαγητά που είχαν περισσέψει στρωνόταν ακόμη ένα, εξίσου «εορταστικό», τραπέζι.

Μέσα σε αυτήν τη λογική του «Ελλήνων Πάσχα», η ελληνική ύπαιθρος δεχόταν τόνους από αποφάγια, ανάμεσα στα οποία ήταν και γενναίες ποσότητες αρνιού που απλώς δεν είχαν καταναλωθεί. Ο αντίλογος δηλαδή στην απογοήτευση του κρεοπώλη είναι ότι ο περιορισμός στα τρία ή τέσσερα κιλά από ένα ολόκληρο αρνί μπορεί να μην αποδίδεται, κατ’ ανάγκην, στην «ανθρωπιστική κρίση» αλλά στον περιορισμό της υπέρμετρης σπατάλης. Να σημαίνει ότι υπολογίζουμε καλύτερα τις ανάγκες και μετράμε τις δυνατότητες που έχουμε, ισοζυγίζοντας τα έσοδα με τα έξοδα. Είναι δύσκολο να αποφανθεί κανείς με ακρίβεια πώς ερμηνεύεται το «λιγότερο αρνάκι», ειδικά σε μια περίοδο που το «λιγότερο» είναι ιδεολογικοποιημένο και οι μεν το γενικεύουν οι δε το ελαχιστοποιούν. Ασφαλώς και υπάρχει ένα ποσοστό του πληθυσμού (το έδειξε και η πρόσφατη μελέτη του γερμανικού Ιδρύματος Hans Bockler για την οικονομική προσαρμογή στην Ελλάδα στα χρόνια της κρίσης) που επιβαρύνθηκε περισσότερο την τελευταία τετραετία. Σύμφωνα με τα ευρέως δημοσιοποιημένα στοιχεία, το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών στην Ελλάδα της κρίσης μεγάλωσε δραματικά. Οι φτωχότεροι επιβαρύνθηκαν φορολογικά έως και κατά 337% περισσότερο από το παρελθόν ενώ οι εύποροι κατά 9%.

Εχει σχέση αυτό με το αρνάκι; Και ναι και όχι. Γιατί ο πελάτης (ή οι πελάτες) στον οποίο βάσισε τη στατιστική εκτίμησή του ο κρεοπώλης μπορεί να ανήκει στους «φτωχότερους», μπορεί και όχι. Επειδή όμως δεν αναφερόμαστε στον πληθυσμό των συσσιτίων, ο οποίος ούτως ή άλλως βρίσκεται σε δεινή θέση, υποθέτουμε ότι ο «μέσος» πελάτης του κρεοπώλη είναι εκείνος που έχει δει το εισόδημά του να συρρικνώνεται και ενώ άλλες εποχές θα αγόραζε ένα ολόκληρο αρνί και θα πέταγε ενδεχομένως και το μισό, τώρα θα υπολογίσει την ποσότητα.

Και για να αποφύγουμε τις παρερμηνείες, καθώς οι καιροί είναι πρόσφοροι σε στρεβλώσεις, ο συλλογισμός μας αναπτύσσεται στο χαώδες διάστημα ανάμεσα στο ολόκληρο αρνί και στην… πείνα. Γιατί η εκδοχή του τρία ή τέσσερα κιλά, που στεναχωρεί τον κρεοπώλη, μπορεί να είναι και η προσέγγιση ενός επιθυμητού μέτρου. Που γειώνει απλώς τις επιθυμίες χωρίς να τις καταργεί· που διαχωρίζει τη γιορτινή ατμόσφαιρα από την προκλητική σπατάλη.

Πριν από 120 χρόνια ο Εμμανουήλ Ροΐδης περιέγραφε κάπως έτσι την πείνα, διά στόματος του ήρωά του Αργύρη Ζώμα, στο διήγημά του «Το παράπονον του νεκροθάπτου»: «…Πείνα θα πη δυο μούχλα ψωμιά από το μπαγιατοπάζαρο για εννέα ανθρώπους. Το μισό του μισού απ’ άσο χρειάζεται για να χορτάσουν, όταν μαζί με το ψωμί δεν τρώνε άλλο τίποτες παρά αγριόρροκες και φασκόμηλα που εμάζευαν τα παιδιά εις το βουνό. Οποιος δεν χορταίνει αργεί να κοιμηθή και δεν έχει ήσυχο ύπνο. Πολλές φορές τ’ άκουα να παραμιλούν ωσάν να ωνειρεύουνταν μεγαλείτερα κομμάτια ψωμί».
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ: "Η Καθημερινή
Έντυπη